ἀκαμαντολόγχης

ἀκαμαντομάχης

ἀκαμαντοπόδας
ἀκαμαντο·μάχης, ου [ᾰκᾰ] adj. m. infatigable au combat, Pd. P. 4, 171.
Étym. ἀκ. μάχομαι.