Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαμαντολόγχης
ἀκαμαντομάχης
ἀκαμαντοπόδας
ἀκαμαντο·μάχης,
ου
[
ᾰκᾰ
]
adj. m.
infatigable au combat,
Pd.
P.
4, 171
.
Étym.
ἀκ. μάχομαι
.