Ἀκαμαντίς

ἀκαμαντολόγχης

ἀκαμαντομάχης
ἀκαμαντο·λόγχης, ου [κᾰᾰχ] adj. m. à la lance infatigable, Pd. I. 6, 10.
Étym. ἀκάμας, λόγχη.