ἀκαμαντοπόδας

ἀκαμαντόπους

ἀκαμαντοχάρμας
ἀκαμαντό·πους, ους, ουν, gén. -ποδος [κᾰ] aux pieds infatigables, Pd. O. 3, 3, etc.
Étym. ἀκάμας, πούς.