Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαμαντοπόδας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντοχάρμας
ἀκαμαντό·πους,
ους, ουν,
gén.
-ποδος
[
κᾰ
] aux pieds infatigables,
Pd.
O.
3, 3,
etc.
Étym.
ἀκάμας, πούς
.