ἀκαμαντόπους

ἀκαμαντοχάρμας

ἀκάμας
ἀκαμαντο·χάρμας (seul. voc. -χάρμαν) [κᾰ] infatigable au combat, Pd. fr. 179.
Étym. ἀκ. χάρμη.