ἀκανθολογία

ἀκανθολόγος

ἄκανθος
ἀκανθο·λόγος, ος, ον [ᾰκ] qui recherche des arguties, litt. des épines, Anth. 11, 20, 347.
Étym. ἄκανθα, λέγω.