ἀκαρπέω-ῶ

ἀκαρπία

ἀκάρπιστος
ἀκαρπία, ας () stérilité, Eschl. Eum. 801 ; Hpc. 378, 491 ; Arstt. Mir. 122, 2, etc. ||
E Ion. -ίη [] Sib. 4, 73.
Étym. ἄκαρπος.