Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀ·κάρπιστος,
ος, ον,
stérile,
Eur.
Ph.
210
.
Étym.
ἀ, καρπίζω
.