Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδέκαστος
ἀ·καταγώνιστος,
ος, ον
[
ᾰγ
] qu’on ne peut vaincre
ou
soumettre,
DS.
17, 26
.
Étym.
ἀ, καταγωνίζομαι
.