ἀκατάγγελτος

ἀκατάγνωστος

ἀκαταγώνιστος
ἀ·κατάγνωστος, ος, ον :
1 non condamné, acquitté, Spt. 2 Macc. 4, 47 ||
2 non condamnable, NT. Tit. 2, 8.
Étym. ἀ, καταγιγνώσκω.