Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαταίσχυντος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀ·καταιτίατος,
ος, ον
[
ιᾱ
] qu’on ne peut accuser,
Jos.
B.J.
1, 24, 8
.
Étym.
ἀ, καταιτιάομαι
.