Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκαυστος
ἀ·κατακάλυπτος,
ος, ον
[
ᾰλ
] non voilé, non couvert,
Pol.
15, 27, 2 ;
Spt.
Lev.
13, 45 ;
NT.
1 Cor.
11, 5 et 13
.
Étym.
ἀ, κατακαλύπτω
.