Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκατάκλυστος
ἀκατακόσμητος
ἀκατάκριτος
ἀ·κατακόσμητος,
ος, ον,
non arrangé,
Plut.
M.
424
a
.
Étym.
ἀ, κατακοσμέω
.