Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκατακόσμητος
ἀκατάκριτος
ἀκάτακτος
ἀ·κατάκριτος,
ος, ον,
non condamné,
NT.
Ap.
16, 37 ;
22, 25
.
Étym.
ἀ, κατακρίνω
.