ἀκατάλλακτος

ἀκαταλλάκτως

ἀκαταλληλία
ἀκαταλλάκτως, adv. d’une manière irréconciliable, Dém. 153, 17 ; Pol. 4, 32, 4 ; 11, 29, 13 ; 12, 7, 5, etc.