Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαταληψία
ἀκατάλλακτος
ἀκαταλλάκτως
ἀ·κατάλλακτος,
ος, ον,
irréconciliable,
DS.
12, 20
.
Étym.
ἀ, καταλλάσσω
.