ἀκατάληκτος

ἀκαταλήκτως

ἀκαταληπτέω-ῶ
ἀκαταλήκτως, adv. sans cesse, Arr. Epict. 2, 23 ; 46 ; Agathin. (Orib. 2, 402, 9 B.-Dar.).