ἀκαταλήκτως

ἀκαταληπτέω-ῶ

ἀκατάληπτος
ἀκαταληπτέω-ῶ, ne pouvoir comprendre, gén. Sext. 45, 9 ; 671, 12 ; 736, 32 Bkk.
Étym. ἀκατάληπτος.