ἀκαταλήπτως

ἀκαταληψία

ἀκατάλλακτος
ἀκαταληψία, ας () caractère incompréhensible d’une chose, Cic. Att. 13, 19, 3 ; Sext. 376, 5 Bkk. ; DL. 2, 92 ; 9, 61.