Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαταλύτως
ἀκαταμάθητος
ἀκαταμάχητος
ἀ·καταμάθητος,
ος, ον
[
μᾰ
] ignoré,
Hpc.
Acut.
384
.
Étym.
ἀ, καταμανθάνω
.