Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαταμάθητος
ἀκαταμάχητος
ἀκαταμέτρητος
ἀ·καταμάχητος,
ος, ον
[
μᾰ
] inexpugnable, invincible,
Luc.
Philopatr.
8 ;
M. Ant.
8, 78
.
Étym.
ἀ, καταμάχομαι
.