ἀκαταγγείωτος

ἀκατάγγελτος

ἀκατάγνωστος
ἀ·κατάγγελτος, ος, ον, non déclaré, en parl. d’une guerre, DH. 1, 58 ; Plut. Num. 12 ; App. Iber. 434, 19, etc.
Étym. ἀ, καταγγέλλω.