Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκατανάγκαστος
ἀκατανόητος
ἀκατάπαυστος
ἀ·κατανόητος,
ος, ον,
incompréhensible,
Luc.
Philopatr.
43
.
Étym.
ἀ, κατανοέω
.