ἀκαταμέτρητος

ἀκατανάγκαστος

ἀκατανόητος
ἀ·κατανάγκαστος, ος, ον [ᾰν] qu’on ne peut contraindre, Diogén. (Eus. 3, 453 Migne).
Étym. ἀ, καταναγκάζω.