ἀκέσιος

ἀκεσίπονος

ἄκεσις
*ἀκεσί·πονος, poét. ἀκεσσί·πονος, ος, ον [ᾰῐ] qui guérit ou allège la fatigue, Nonn. D. 7, 86.
Étym. ἀκέομαι, πόνος.