ἀκεσίπονος

ἄκεσις

ἄκεσμα
ἄκεσις, εως () []
1 cure, guérison, Hdt. 4, 90 ; 109 ; Hpc. Præc. 25, 41, etc. ; Plut. Num. 13, Lyc. 12 ||
2 sorte d’emplâtre, Gal. 13, 666.
Étym. ἀκέομαι.