Ἀκέστωρ

ἀκεσφορία

ἀκεσφόρος
*ἀκεσφορία, seul. ion. ἀκεσφορίη, ης () [ᾰκ] secours, guérison, salut, Max. π. κατ. 167, etc.
Étym. ἀκεσφόρος.