ἀκεσφορία

ἀκεσφόρος

ἀκεσώδυνος
ἀκεσ·φόρος, ος, ον [] qui guérit, qui secourt, qui sauve, Eur. Ion 1005 ; Astydam. (Ath. 40b).
Étym. ἄκος, φέρω.