ἀκεσφόρος

ἀκεσώδυνος

Ἀκέσων
ἀκεσ·ώδυνος, ος, ον [ᾰῠ] qui calme la douleur, Pætus (Hpc. 1279, 2) ; Anth. 9, 815.
Étym. ἄκος, ὀδύνη.