ἀκμαστής

ἀκμαστικός

ἀκμή
ἀκμαστικός, ή, όν, c. ἀκμαῖος, Gal. 2, 242 ; 6, 373 ; en parl. du style, Hermog. 3, 250, 16 Walz.
Étym. ἀκμάζω.