ἀκοίτης

ἄκοιτις

ἄκοιτος
ἄ·κοιτις, ιος ()
1 épouse, Il. 3, 138 ; ἄκοιτιν ἄγεσθαι, Il. 18, 87 ; ποιεῖσθαι, Od. 7, 66 ; τίθεσθαι, Od. 21, 316, emmener ou prendre pour épouse ; ἄκοιτιν ποιεῖν τινι, Il. 24, 537, donner pour épouse à qqn ||
2 concubine, courtisane, Anth. 5, 4 ||
E Voc. ἄκοιτι, Nonn. D. 31, 212 ; pl. acc. fém. épq. ἀκοίτις [] Od. 10, 7.
Étym. cop. κοίτη.