ἀκοινωνία

ἀκοίτης

ἄκοιτις
ἀ·κοίτης, ου () époux, Il. 15, 91 ; Od. 5, 120 ; Pd. N. 5, 51 ; Soph. Tr. 525 ; Eur. Hec. 937, etc.
Étym. cop. κοίτη.