Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκολασταίνω
ἀκολάστασμα
ἀκολαστευτέον
ἀκολάστασμα,
ατος
(
τὸ
)
c.
ἀκολασία,
Ar.
Lys.
398
conj.