ἀκολαστευτέον

ἀκολάστημα

ἀκολαστητέον
ἀκολάστημα, ατος (τὸ) action licencieuse, Plut. Crass. 32 ; M. Ant. 11, 20, etc.
Étym. ἀκολασταίνω.