ἀκολάστημα

ἀκολαστητέον

ἀκολαστία
ἀκολαστητέον, vb. d’ἀκολασταίνω, Clém. 2, 194 (mais ἀκολαστευτέον, comme de *ἀκολαστεύω, 1, 512, éd. Migne).