ἀκοντισμός

ἀκοντιστήρ

ἀκοντιστής
ἀκοντιστήρ, ῆρος (ὁ, ἡ) []
1 c. le suiv. I, Eur. Ph. 142 ||
2 c. le suiv. II, Opp. H. 5, 535 (fém.) ; fig. Christod. Ecphr. 359.