ἀκοντιστύς

ἀκοντοϐόλος

ἀκοντοδόκος
ἀκοντο·ϐόλος, ος, ον [] qui lance des traits, A. Rh. 2, 1000 ; Opp. C. 3, 135 (ἄκων 1, βάλλω).