ἀκουστός

ἀκουτίζω

Ἄκουφις
ἀκουτίζω, f. ιῶ [] faire entendre : τινά τι, Spt. Jud. 13, 23 ; Ps. 50, 9 ; Cant. 2, 14, qqe ch. à qqn.
Étym. ἀκούω.