ἀκραχολέω-ῶ

ἀκραχολία

ἀκράχολος
ἀκραχολία, ion. ἀκρηχολίη, ης () irritation, emportement, Hpc. 1212h.
Étym. ἀκράχολος ; cf. ἀκροχολία.