Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκραχολέω-ῶ
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἀκραχολία,
ion.
ἀκρηχολίη,
ης
(
ἡ
) irritation, emportement,
Hpc.
1212
h
.
Étym.
ἀκράχολος
;
cf.
ἀκροχολία
.