ἀκραχολία

ἀκράχολος

ἄκρεα
ἀκρά·χολος, ος, ον [ᾱχ]
1 emporté, passionné, Ar. Eq. 41 ||
2 blême, Thcr. Idyl. 24, 60 ||
Sup. -ώτατος, Phérécr. (Bkk. 475).
Étym. ἄκρος, χολή.