ἀκρατίζομαι

ἀκράτισμα

ἀκρατισμός
ἀκράτισμα, ατος (τὸ) [ᾱτ] déjeuner, Arstt. H.A. 6, 8, 3 ; Ath. 11d.
Étym. ἀκρατίζομαι.