ἀκράτισμα

ἀκρατισμός

ἀκράτιστος
ἀκρατισμός, οῦ () [ᾱτ] déjeuner, Ath. 11d ||
E P.-ê. gén. dor. -ισμῶ, au lieu de ἀκράτιστον, Thcr. Idyl. 1, 50.
Étym. ἀκρατίζομαι.