ἀκράτιστος

ἀκρατοκώθων

Ἀκρατολύμας
ἀκρατο·κώθων, ωνος () [ᾱτ] buveur effréné, Hypér. (Prisc. Gr. lat. 18, 25, vol. 2, p 219 Kr.) ; Ath. 246a, 483e.
Étym. ἄκρατος, κ.