ἀκρατοκώθων

Ἀκρατολύμας

ἀκρατοποσία
Ἀκρατο·λύμας () [ᾱτῡ] « Fléau du vin pur » n. d’ivrogne, Alciphr. 3, 83.
Étym. ἄ. λύμη.