ἀκρατοποτέω-ῶ

ἀκρατοπότης

ἄκρατος
*ἀκρατο·πότης, seul. ion. ἀκρητο·πότης () qui boit du vin pur, solide buveur, Hdt. 6, 84.
Étym. ἄ. πίνω.