ἀκρατοποσία

ἀκρατοποτέω-ῶ

ἀκρατοπότης
ἀκρατοποτέω-ῶ [ᾱτ] boire du vin pur, Arstt. Probl. 3, 5.
Étym. ἀκρατοπότης.