ἀκροφύσιον

ἀκροχάλιξ

ἀκροχανής
ἀκρο·χάλιξ, ικος (ὁ, ἡ) [ᾰῐκ] légèrement ivre, A. Rh. 4, 432 ; DP. 948.
Étym. ἄ. χ.