ἀκροχέριον

ἀκροχερσίτης

ἀκροχλίαρος
ἀκρο·χερσίτης, ου () qui lutte seulement avec les mains (non à bras le corps) Paus. 6, 4, 1.
Étym. ἄ. dat. pl. χερσί, -της, ou p. *ἀκροχειριστής.