ἀκροχερσίτης

ἀκροχλίαρος

ἀκροχλιάρως
ἀκρο·χλίαρος, ος, ον [ῑᾰ] chaud en dessus, qui commence à chauffer, Diosc. 2, 55 ||
E Ion. -ίερος, Hpc. Acut. 394.
Étym. ἄ. χλιαρός.