ἀκροφαληριάω-ῶ

ἀκροφανής

ἀκροφυής
ἀκρο·φανής, ής, ές [φᾰ] qui brille en haut ou d’un vif éclat, Nonn. D. 40, 383.
Étym. ἄ. φαίνω.