ἀκροφανής

ἀκροφυής

ἀκροφύλαξ
ἀκρο·φυής, ής, ές, seul. sup. -έστατος, d’une nature élevée, Syn. Dion. 60d, Ep. 40, 180b.
Étym. ἄ. φύω.